- γυίον
- γυῑον, το (Α)1. μέλος τού σώματος2. χέρι3. ολόκληρο το σώμα4. πληθ. γυῑα, ταα) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα»)β) τα χέρια5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» — τα πόδιαβ) «μητρός γυῑα» — η μήτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική που απαντά κυρίως στον πληθυντικό. Το γυῑον, με μορφολογικό σχηματισμό σε -ιο, ανάγεται σε IE *gu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω», αν ληφθεί υπ' όψιν ότι τα οστά είναι κυρτά και εύκαμπτα (πρβλ. γύης, γύαλον).ΠΑΡ. αρχ. γυιώμσν.γυίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γυιαρκής, γυιοβαρής, γυιοβόρος, γυιοδάμας, γυιοπαγής, γυιοπέδη, γυιοτακής, γυιοτόρος, γυιούχος, γυιόχαλκος.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόγυιος, άγυιος, αρκεσίγυιος, δεξιόγυιος, διάγυιος, δίγυιος, ιμερόγυιος, λαρνακόγυιος, λαχνόγυιος, λιπόγυιος, μονόγυιος, οβριμόγυιος, στερρόγυιος, υπόγυιος και υπόγυος].
Dictionary of Greek. 2013.